- φιλικοῦ
- φιλικόςfriendlymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύναψη — η / σύναψις, άψεως, ΝΜΑ [συνάπτω] 1. η ενέργεια τού συνάπτω, στενή ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση («ἐν τῇ συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή στην οποία πραγματοποιείται η παραπάνω ένωση νεοελλ. 1. βιολ … Dictionary of Greek
φιλικότητα — η, Ν η ιδιότητα τού φιλικού, φιλική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλικός. Η λ., στον λόγιο τ. φιλικότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
Ανδρίτσαινα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 575 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές της Μίνθης σε περιοχή με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Α. υπήρξε πατρίδα του Φιλικού Π. Αναγνωστόπουλου και του… … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
Κοζάνη — Πόλη (υψόμ. 710 μ., 35.242 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κοζάνης. Είναι χτισμένη στους πρόποδες του Σκοπού, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, σε απόσταση 506 χλμ. από την Αθήνα και 141 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου (βλ … Dictionary of Greek
Κουμέλης, Νικόλαος — (19ος αι.). Πρακτικός αρχιτέκτονας από την Άνδρο. Υπήρξε συνεργάτης του Δανού αρχιτέκτονα Τ. Χάνσεν και του Γερμανού Έρνεστ Τσίλερ, οικοδόμος του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται η Ακαδημία Αθηνών. Μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ήταν ο… … Dictionary of Greek
Ντε Σάνκτις, Φραντσέσκο — (Francesco De Sanctis, Μόρα Ιρπίνο [σημερινό Μόρα ντε Σάνκτις] 1817 – Νάπολη 1883). Ιταλός κριτικός και ιστορικός της λογοτεχνίας. Ακολουθώντας τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του έλαβε μέρος στην επανάσταση της Νάπολης του 1848, φυλακίστηκε από τη… … Dictionary of Greek
Πελοπίδας — I (περ. 420 π.Χ. – 364 π.Χ.). Θηβαίος πολιτικός και στρατηγός, γιος του Ιπποκλή (ενός από τους πλουσιότερους Θηβαίους της εποχής) και φίλος του Επαμεινώνδα. Μετά την κατάληψη της Καδμείας (ακρόπολης των Θηβών) από τους Σπαρτιάτες (382 π.Χ.)… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Πολυμέσα — (Multimedia). Τεχνολογία που σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε για ηλεκτρονικούς υπολογιστές (Η/Υ), και βασίζεται στην αρχή ότι χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα μέσα για να επικοινωνήσει με τον χρήστη του Η/Υ ή απλά να παρουσιάσει κάποιες πληροφορίες… … Dictionary of Greek